οφιομάχης

οφιομάχης
ὀφιομάχης, ὁ (Α)
βλ. οφιομάχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • οφιομάχος — ὀφιομάχος και κατά δ. γρφ.> ὀφεομάχος, ον, αρσ. και ὀφιομάχης (Α) 1. αυτός που μάχεται με φίδια 2. είδος ακρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος / εος + μάχος / μάχης (< μάχομαι), πρβλ. θαλασσομάχος] …   Dictionary of Greek

  • ՕՁԱՄԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 2 1026 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 13c ա. ὁφιομάχος qui serpentes oppugnat. Մարտնչօղ ընդդէմ օձի. եւ իբր Օձամարտական. *Եղջերուն օձամարտ է. Գէ. ես.: *յառակս օրինակաց բուսոցն բարուց օձամարտ պատերազմին. Եւագր. ՟Ե: գ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”